Δωμάτιο σκοτεινό, σε φυγά να ταιριάζει.
Κι όμως ανοιχτό σε περίεργα βλέμματα.
Μια ορθάνοιχτη μπαλκονόπορτα μόλις κρυφτεί για τα καλά ο ήλιος,
μια στρογγυλή πολυθρόνα να καλύπτει το μικρό μπαλκόνι
και κείνος, κάπου κάπου χωμένος στη δερμάτινη αγκαλιά της
να ατενίζει τον κόσμο που περνά.
Δεν άντεξα ένα βράδυ και πλησίασα
Εκείνος για καλή μου τύχη έλειπε απ τη θέση του
και μπόρεσα για πρώτη φορά να φωτογραφίσω στη μνήμη μου
το σκοτεινό του καταφύγιο.
Πάνω απ τα σκουριασμένα, πυκνοβαλμένα κάγκελα
έβλεπα τις λευκές, μισόκλειστες ντουλάπες του απέναντι τοίχου.
Ρούχα κρέμονταν απ τις πόρτες τους, και μια γραβάτα επίσης,
σε χαλαρό κόμπο έτοιμη να φορεθεί.
Πλάι βρισκόταν μια πόρτα με έναν ωοειδή καθρέπτη κολλημένο πάνω της
και ύστερα... ύστερα τίποτε.
Τίποτε άλλο δε μπορούσα να διακρίνω.
Ξάφνου άκουσα βήματα να πλησιάζουν στο μπαλκόνι
Έσκυψα από κάτω και αφουγκράστηκα.
Ο άντρας έριχνε τώρα το βάρος του στα κάγκελα
που έτριξαν ελαφρά, και αναστέναξε.
"Η ζωή μας τι είναι; Να:
Λίγες ώρες που διαβαίνουν.
Μόνο η πρώτη μας γεννά
κι όλες οι άλλες μας πεθαίνουν."*
Αυτό είχε προσκομίσει άραγε μετά από τόσο καιρό παρατήρησης;
Κρίμα, σκέφτηκα, και έκανα να φύγω.
"Ας είναι", είπε τότε,
"Τα βιβλία έχουν πάντοτε περισσότερο πνεύμα από
τους ανθρώπους που συναντάμε.."*
Και καθισμένος πια στην πολυθρόνα του, διάβαζε.
*1: Αθάνας Γεώργιος, "Η ζωή μας"
*2: Κάντες ντ' Αλμπάνυ