Ο ιδιωτικός κήπος στην οδό Σαρόνη ευωδίαζε όλη τη γειτονιά. Ήταν μια σταγόνα εξοχής στον αέρα της ζοφερής γυάλας δηλητηρίου της μεγαλούπολης. Ο Χριστόφορος περνώντας από την είσοδο εισέπνευσε βαθιά προσκαλώντας όλα εκείνα τα ανακατεμένα αρώματα να καθαρίσουν τα πνευμόνια του. Έτσι έκανε κάθε μέρα γυρνώντας από το εργοστάσιο υφασμάτων όπου δούλευε. Απόψε φταίει ο γλυκός ήλιος που χάριζε ακόμη το φως του αν και απόγευμα; φταίει η κούραση; κοντοστάθηκε έξω από την είσοδο και άφησε το συλλογισμό του να πλανηθεί στο εσωτερικό.
Λίγα δευτερόλεπτα αργότερα χωρίς να το καταλάβει σκαρφάλωνε τα ψηλά κάγκελα επιθυμώντας να θαυμάσει με τα ίδια του τα μάτια το μεγαλείο που έκρυβαν οι πέτρινοι τοίχοι. Περνώντας όμως από την άλλη πλευρά, κάπου πιάστηκε το παντελόνι του στα κάγκελα και έχασε την ισορροπία του. Ύστερα έπεσε και ένιωσε για λίγο σαν μπάλα, καθώς τυλιγμένο το σώμα του με κισσό κατρακύλησε δύο-τρεις φορές στο γρασίδι. Όταν σηκώθηκε άρχισε να τινάζει το φυτό από πάνω του, δυσκολεύτηκε λίγο γιατί σαν ιστός αράχνης είχε κολλήσει στα ρούχα του αλλά μετά από λίγο, ελεύθερος πια άρχισε να κάνει το γύρω του κήπου.
Ήταν μέσα του Απρίλη και όλα ήταν τόσο όμορφα. Το φως του ηλίου ζωντάνευε κάθε λουλούδι που με τη σειρά του χάριζε το άρωμα του στην ατμόσφαιρα. Για να ολοκληρώσει εκείνη τη μαγεία ήρθε και χάιδεψε μια φωνή τα αυτιά του Χριστόφορου. Εκείνος χωρίς να χάσει ευκαιρία την ακολούθησε σχεδόν υπνωτισμένος για να βρει μετά από λίγο μια γυναικεία μορφή να πλανιέται σαν αερικό ανάμεσα στα φυτά, να τραγουδάει, να χορεύει και κάπου κάπου να σκύβει και να κόβει κάποιο λουλούδι.
Φορούσε ένα μπλε φόρεμα μέχρι τα γόνατα και είχε ελεύθερα τα καστανά της μαλλιά να πέφτουν κυματιστά στους ώμους της. Αφού είχε φτιάξει ένα μικρό μπουκέτο από μαργαρίτες σταμάτησε και κάθισε σε ένα παγκάκι να ξεκουραστεί. Με απάλες γεμάτες χάρη κινήσεις άφησε στην άκρη τα λουλούδια, έπιασε ένα βιβλίο που ήταν ακουμπισμένο εκεί και άρχισε να διαβάζει. Ο Χριστόφορος έμεινε παγωμένος ακόμη να την κοιτάζει.
Το αεράκι που φυσούσε τώρα τρύπωνε κρυφά στο φόρεμα της κάνοντάς τον να παρακαλά να βρίσκεται στη θέση του. Να χαϊδεύει έστω και για λίγο το λευκό της δέρμα, να ανασηκώνει το φόρεμα λαίμαργο για τη σάρκα της, να κατασκηνώνει στους ήδη φανερωμένους ώμους της και να τυλίγεται στις μπούκλες των μαλλιών της. Παρακαλούσε να σήκωνε εκείνη τη στιγμή τα μάτια της από το βιβλίο για να κολυμπήσει μέσα τους. Μα τίποτα.
Πέρασαν ώρες που την κοίταζε, πέρασαν μέρες που κρυφά συνέχιζε να μπαίνει στον κήπο και να την παρακολουθεί, μα τίποτα. Ποτέ δεν έβρισκε το κουράγιο να την πλησιάσει, ούτε καν στα όνειρα του.
Και όταν ήρθε ο χειμώνας, σταμάτησε να τη βλέπει.
Ήταν ένας ίσκιος, που ζούσε και ανέπνεε γλυκές μελωδίες μαζί με τα πουλιά, χορό μαζί με το αεράκι και φως μαζί με τον ήλιο της άνοιξης.
~
*