Τα μάτια μου ήταν κλειστά και όσο κι αν προσπαθούσα δεν μπορούσα να τα ανοίξω. Ήταν σαν κάποιος να είχε δέσει γύρω τους μαντίλι σφιχτό που έκανε τις φλέβες στους κροτάφους μου να χτυπούν με μανία. Το σώμα μου δεν το ένιωθα, ήμουν καθηλωμένη σε ένα κρεβάτι και δεν μπορούσα να κουνήσω τα άκρα μου. Ξάφνου φωνές γέμισαν το χώρο γύρω μου, φωνές που στην αρχή δεν καταλάβαινα μα ύστερα από λίγο μπόρεσα να ξεχωρίσω τα λεγόμενα τους.
"Γιατί την αφήσατε να βγει έξω;" ρωτούσε ένας άντρας, η φωνή του ανέδυε θυμό και αγωνία συνάμα.
"Φαινόταν καλά, φαινόταν να θυμάται."
"Μα δεν καταλαβαίνεις; δεν πρέπει να θυμάται! Ορκίστηκα να την κρατήσω μακριά από το παρελθόν, να διώξω τη λύπη της, να την κάνω ευτυχισμένη."
Δάκρυα κύλισαν από τα μάτια μου. Τη φωνή του σχεδόν την είχα ξεχάσει τις ώρες που έλειψα, με είχαν κυριεύσει οι αναμνήσεις και είχα αφήσει τον άγγελό μου έξω από τη ζωή μου. Πώς μπόρεσα; τώρα που τον άκουγα το μόνο που ήθελα ήταν να ζητήσω συγνώμη, και αυτό έκανα. Ψέλλισα συγνώμη και αμέσως τον ένιωσα δίπλα μου.
"Όλα είναι καλά αγάπη μου μην ανησυχείς, σου κάναμε μια ηρεμιστική ένεση γιατί γύρισες πολύ ταραγμένη."
Όσο μου μιλούσε ο τόνος της φωνής του είχε ηρεμήσει και ηρεμούσα κι εγώ ακούγοντας τον και νιώθοντας το χέρι του πλεγμένο με το δικό μου.
"Κατεδαφίστηκε το πατρικό μου σήμερα, δεν μπορούσα να μην είμαι εκεί."
"Το ξέρω, μην ανησυχείς για τίποτα τώρα, ξεκουράσου και θα τα πούμε αργότερα."
Ένιωσα το φιλί του στο μέτωπο μου και ύστερα τον άκουσα να φεύγει. Όταν πια έμεινα μόνη αναλογίστηκα πόσα μου είχε προσφέρει.
Μετά την κοροϊδία του παντρεμένου φίλου μου, το μόνο που με ενδιέφερε πλέον ήταν η καριέρα μου που για να αρχίσει απαιτούσε την άριστη απόδοση μου στη σχολή. Τα χρόνια των σπουδών πέρασαν χωρίς να το καταλάβω, χρόνια με πολύ διάβασμα και κούραση. Όταν πια τελείωσα κρατώντας το πτυχίο μου στο χέρι και με τις καλύτερες συστάσεις από όλους τους καθηγητές έπιασα γρήγορα δουλειά σε μια εφημερίδα. Χάρη στην εργατικότητα μου μέσα σε λίγους μήνες είχα αποκτήσει τη δική μου στήλη και ταξιδεύοντας γνώριζα τον κόσμο και ευαισθητοποιούσα για σοβαρά κοινωνικά προβλήματα μέσα από τα γραπτά μου. Αλλά δεν ήμουν ευτυχισμένη, πάντα κάτι έλειπε από τη ζωή μου. Κάτι που ήρθε σε ένα μου ταξίδι.
Είχα καιρό πονοκεφάλους και αποφάσισα να κάνω κάποιες εξετάσεις. Μου βρήκαν όγκο στο κεφάλι, σε σημείο μη εγχειρήσιμο. Ο γιατρός που με ανέλαβε, Πέτρος Βεντέζης έκανε τα πάντα αλλά δεν μπόρεσε να με βοηθήσει, όχι οριστικά τουλάχιστον. Οι θεραπείες πολλές και μακροχρόνιες και κείνος πάντα δίπλα μου. Με ακολουθούσε στα ταξίδια μου, έπιασε ένα σπίτι κοντά μου στη Θεσσαλονίκη και τα χρόνια περνούσαν.
Η κατάσταση μου όμως μετά τα 45 χειροτέρευσε, ο όγκος άρχισε να μεγαλώνει και χρειάστηκε να εγχειριστώ, έμεινε όμως ακόμη και τότε ένα υπόλοιπο στη θέση που ήταν αρχικά, και οι θεραπείες που ακολούθησαν κλόνισαν σοβαρά την υγεία μου.
Είχα πια κουραστεί και ένιωθα το τέλος να πλησιάζει οπότε το μόνο που έμελλε να κάνω ήταν να τελειώσω κάποιες εκκρεμότητες. Πρώτη εκκρεμότητα να αποδεχθώ τα λάθη του παρελθόντος, εκείνο το ψέμα που κόστισε τη ζωή του αγαπημένου μου πατέρα και η δεύτερη ήταν να δώσω στο δήμο την άδεια να φτιάξει πάρκο στο οικόπεδο του πατρικού μου σπιτιού. Τα τσέκαρα στη λίστα του μυαλού μου και κοίταξα με τα μάτια της καρδιάς ό,τι είχε απομείνει ακόμη να γίνει.
Ο Πέτρος είχε έρθει στη ζωή μου σαν άγγελος που μου πρόσφερε τη λύτρωση, μου έδωσε τον καρπό του λωτού για να ξεχάσω κάθε πόνο και με αγάπησε για να γίνει το παρελθόν θολή ανάμνηση και το παρόν όμορφες, αξέχαστες στιγμές. Του χρωστούσα κάτι χρόνια τώρα, καθώς λάμβανα αχόρταγα την αγάπη που μου είχε χωρίς όμως να το ανταποδίδω στο ελάχιστο, οπότε το φώναξα στο δωμάτιο μου. Με πλησίασε ήρεμα και όπως πάντα κάθισε πλάι μου και μου έπιασε το χέρι, γύρισα και τον κοίταξα, είχε γκριζάρει από τότε που τον γνώρισα, είχε ταλαιπωρηθεί κι εκείνος μαζί μου, άραγε πως έμοιαζα τώρα πια εγώ;
Το χαμόγελο του άδειασε το μυαλό μου, μόνο ένα πράγμα μπορούσα πια να πω.
"Σ' αγαπώ"
------------------------------ΤΕΛΟΣ-----------------------------