Τετάρτη 26 Μαΐου 2010

Αυτοκόλλητα αστεράκια!!!

Στο ταβάνι είχα κολλήσει από μικρή
Πιο μικρή, το πότε μη ρωτάς
Ένα φεγγάρι, κάτι πλανήτες και αμέτρητα αστέρια

Και κάθε βράδυ τα μάτια μου τύφλωνε το φως τους
Κοιμόμουν κοιτώντας τα
Πώς έλαμπαν μέσα στο σκοτάδι του δωματίου
Από το φως που είχαν πριν ώρες
Κλέψει από τη μέρα


Σάββατο 22 Μαΐου 2010

Σε θυμήθηκα

Βρέθηκα η άτυχη σε λάθος τόπο
και αντίκρυσα το παρελθόν
με κοίταξε κι εκείνο κατάματα,
με κορόιδευε

Νόμιζες πως θα ξεχάσεις;

μου ψιθύρισε
πάγωσα στο άκουσμα του
μαρμάρωσε το σώμα, οι αισθήσεις
και άρχισαν μανιασμένες να ξεπηδούν οι αναμνήσεις.

το πρωινό μου ανόητο χαμόγελο, πριν σε δω
η λαχτάρα να βρεθώ κοντά σου
η αδιαφορία για την πραγματικότητα
η πίστη στις οφθαλμαπάτες
και ύστερα το βλέμμα σου
η πηγή που με τράβηξε αρχικά κοντά σου
το μόνο που δεν κατάφερα ποτέ να ερμηνεύσω

έπαιζες και το ξερα
δεν υποπτευόμουν όμως πόσο θα με επηρέαζε το παιχνίδι σου
έπαιζες μαζί μου μέχρι που έσπασα
και σε έβγαλα μια και καλή απ τη ζωή μου

ψέμα

μόνος σου έφυγες σαν κυνηγημένος
εγώ δεν θα είχα ποτέ τη δύναμη να σε διώξω.
όσο κι αν το θελα
γιατί πονάνε οι ανεκπλήρωτοι έρωτες
γίνονται απωθημένα που κατατρώνε τη σάρκα
πληγές ανίατες που ερεθίσματα πολλά μπορούν να βρουν στόχο και να ανοίξουν.
ανά πάσα στιγμή και από το πουθενά

σε εχω ξεπεράσει
κάτι που μπορώ με ειλικρίνεια να πω
αλλά είναι πέραν των δυνάμεων μου, να σε ξεχάσω εντελώς
ειδικά όταν άθελά τους
άλλοι σε θυμίζουν.

σε θυμήθηκα
δεν έκλαψα, το εχω υποσχεθεί
πως δεν θα σε αφήσω να κομμάτιαζεις άλλο την ψυχή μου
αλλά βούρκωσα
γιατί η ευαισθησία μου καταντάει αηδία πού και πού
γιατί υπάρχεις και θα υπάρχεις μέσα μου.
Δεν είναι επιλογή μου

Τετάρτη 19 Μαΐου 2010

Σκόρπιες σκέψεις...

Φοβάμαι.
Μη με απομακρύνεις από κοντά σου.
Κράτα με σφιχτά νιώθω πως πέφτω.
Πέφτω στο κενό γιατί ξεθωριάζει το όνειρο και χάνεται.
Χάνομαι κι εγώ μαζί του.


Κλείνομαι σε παγωμένους κόσμους.
Σε άδεια σκοτεινά δωμάτια.
Περιφέρομαι ευάλωτη και μόνη.


Πού είναι η αγκαλιά που μου χες πει.
Για εκείνα τα χαραγμένα στο μυαλό βράδια.


Πού είναι το άρωμά σου.
Που μένει μεθυσμένο πάνω μου μετά από κάθε σου άγγιγμα.


Πού φυλακίζεται τώρα η ψυχή μου.
Σε αναμνήσεις που όσο πάνε λιγοστεύουν.


Φοβάμαι.
Μη με απομακρύνεις από κοντά σου.
Στέλνω την καρδιά μου να σε βρει.
Ξέρει πού να ρθει.


Μην ανησυχήσεις αν αργήσει.
Ίσως να αφέθηκε κάπου να ξεκουραστεί στη διαδρομή.
Ίσως να την καθυστέρησε ο χρονος.
Δεν χάνει όμως ποτέ το δρόμο της η αγάπη.

Τρίτη 18 Μαΐου 2010

Νύχτα



Με μάγεψε η νύχτα
Όπως έχει μαγέψει και σημαδέψει πολλούς
Δεν βγαίνω, δεν διασκεδάζω
Παρά μένω κλεισμένη στη σιωπή της
στη γοητεία που δημιουργεί η άγνοια εκείνης


Όλα φαίνονται να αλλάζουν τη νύχτα
Ακόμη και τα πιο γνωστα μοιάζουν αλλιώτικα 
στο ημίφως ή στο απόλυτο σκοτάδι που επικρατεί


Και γω κάθομαι μόνη. Δεν κοιμάμαι
Τα μάτια μου δεν κλείνουν 
αν και καταποντισμένα πια πονάνε, 
αλλά δεν κλείνουν. 


Και γω γράφω. 
Γράφω ασυνάρτητες σκέψεις, 
γράφω για σένα, 
συνέχεια για σένα. 
Όσο αθόρυβα κυλά η νύχτα, 
έτσι και το δικό μου χέρι στο πληκτρολόγιο, 
ή σε τετράδιο παλιό... 


Μου μοιάζει θα λεγα η νύχτα. 
Η διαρκής της μελαγχολία καταδιώκει και μένα. 
Και χανόμαι, βούλιαζω μέσα της. 
Σπάνια μιλώ και ανοίγομαι όπως κι εκείνη. 
Οι εξαιρέσεις οι δικές της είναι κάποια νυχτοπούλια 
που συντροφεύουν το φεγγάρι στο βραδινό του ταξίδι. 
Οι εξαιρέσεις οι δικές μου είναι τα άστρα. 
Άλλα από αυτά πλημμυρίζουν τον ουρανό 
και αλλά κατεβαίνουν εδώ 
στο ταπεινό αυτό μέρος 
και διαβάζουν τις σκέψεις μου... 

Κυριακή 16 Μαΐου 2010

Επίσκεψη στους X.

Η δρύινη πόρτα που στεκόταν ασάλευτη μπροστά μου, μου δημιουργούσε τάση φυγής. Ένιωσα τρομερά άβολα και μόνο που την κοιτούσα. Φαντάστηκα τι θα έκριβε πίσω της. Κρύα πρόσωπα, απόμακρους ανθρώπους, μονότονη, βαριά σιωπή. Μα η πραγματικότητα διέψευσαι την καταραμένη απαισιοδοξία μου. Μόλις η πόρτα άνοιξε και μπήκα μέσα, ζεστός αέρας με πλημμύρισε. Με τύλιξε μία υπέροχη αίσθηση θαλπωρής και οικιότητας.
Το δρόμο από το χολ προς το σαλόνι έδειχνε ένας τεράστιος καθρέφτης που ομολογώ δεν παρατήρησα τι τον πλαισίωνε -άλλωστε, ποτέ δεν είχα καλή σχέση με τους καθρέφτες. Το κυρίως δωμάτιο τώρα, ήταν σχετικά μεγάλο και σκεπασμένο με όλα τα φωτεινά και χαρούμενα χρώματα. Οι δύο μεγαλύτεροι τοίχοι ήταν καλυμμένοι από αμέτρητα βιβλία που ξεχύλιζαν από τις βιβλιοθήκες, ενώ οι υπόλοιποι τοίχοι φιλοξενούσαν όμορφους πίνακες ή σχεδιαγράμματα και χάρτες, όλα κορνιζαρισμένα και σε τάξη. Επίσης υπήρχαν κανά δυο μικρότεροι καθρέφτες και στην άκρη του δωματίου, κοντά στην πόρτα προς το γραφείο ήταν τοποθετημένο ένα μεγάλο μηχάνημα παραγωγής ήχου.
Το ζευγάρι που αργότερα με υποδέχτηκε ήταν φιλικό και καλοσυνάτο. Η γυναίκα αν και σε μένα άγνωστη, με φίλησε εγκάρδια, ενώ ο σύζυγός της μου έσφιξε δυνατά το χέρι χαμογελώντας. Μετά από λίγο έμεινα μόνη μου και ανατρίχιασα από τη σιωπή που επικρατούσε. Ευτυχώς για μένα, αμέσως ακούστηκαν τραγούδια, γλυκά, μελωδικά, ρομαντικά... Χαλάρωσα και ένιωσα ξανά τη ζεστασιά να εισχωρεί στο σώμα μου.
Με τα μάτια μου έκανα ξανά το γύρω του δωματίου φωτογραφίζοντας στη μνήμη μου όλα όσα έβλεπα. Η τελευταία εικόνα ήταν εκείνη του μπαλκονιού. Όχι, εκείνο δεν ήταν ξεχωριστό, η θέα όμως που πρόσφερε ήταν θαυμάσια. Μπορούσες από κει να δεις ολόκληρη την Αθήνα και ευθεία μπροστά την Ακρόπολη με τον Παρθενώνα.
Όλα μέσα σε αυτό το σπίτι ήταν με τον τρόπο τους μοναδικά. Η ατμόσφαιρα ανάδυε μία δόση μυστηρίου και μαγείας. Ήταν μία όαση, μία δόση του απρόσιτου παραδείσου πάνω στη γη.

Πέμπτη 13 Μαΐου 2010

Να ήμουνα εκείνο το βιβλίο...

Σου δάνεισα ένα βιβλίο 
Λόγος να σε ξαναδώ

Αχ πόσο θα θελα στη θέση του να ήμουνα!
Στα δάχτυλά σου ανάμεσα 
Ώρες ατελείωτες να περνούσα

Τα μάτια σου να έγδυναν 
κάθε γραμμή και λέξη μου, 
κάθε σελίδας σκέψεις μου, 
Κάθε κεφάλαιο που ανάγλυφα χάραξες στη ζωή μου.

Αχ και να ήμουνα εκείνο το βιβλίο! 
Στα στιβαρά σου χέρια να με κρατούσες 
Και γω να σου χαρίζω συντροφιά

Να σου ανοίγω νέους κόσμους 
Μέσα απ τις σελίδες, 
τους χάρτες της καρδιάς μου.

Τρίτη 11 Μαΐου 2010

Λίγες στιγμές μαζί

Μετά από τόσο καιρό χώρια 
δεν μπορούσα, τα χέρια μου να κρατήσω μακρυά σου 
Ήθελα να νιώσεις τα χάδια μου 
Ήθελα να με θυμάσαι σαν πέφτεις να κοιμηθείς 


Κράτησα το χέρι σου μέσα στο δικό μου 
Και σε χάιδευα απαλά 
Απ' τη μέσα κλείδωση του αγκώνα
μέχρι τις άκρες των δαχτύλων σου 


Σε λίγο η παλάμη σου είχε ιδρώσει 
Και κάθε τόσο 
όταν το άγγιγμα μου γινόταν ένα με τον αέρα 
Σε ηλέκτριζε 
Και ένιωθα ένα τίναγμα στους μύες σου. 


"Έτσι όπως με χάιδευες
 Σαν πεντάχρονο ήθελα να πέσω στην αγκαλιά σου." 


Δε σε ρώτησα γιατί δεν το έκανες 
Ξέρω 
Ξέρω πόσο κλειστός είσαι στον εαυτό σου 
Δεν μου λες σχεδόν ποτέ τι νιώθεις 
Δεν εκφράζεσαι όπως πραγματικά θες 
Τουλάχιστον όταν ήμαστε μαζί 


Δεν θα πρεπε να ντρέπεσαι 
για το πως θα αντιδράσω 
ή να νιώσεις άβολα. 


Θα σου πρόσφερα την ασφάλεια που χρειάζεσαι 
Τη ζεστασιά που ποθεί η καρδιά σου 
Θα σε έκλεινα στην αγκαλιά μου 
Σαν ό,τι πολυτιμότερο υπάρχει στη ζωή μου 
Χαρίζοντας σου απεριόριστη και ανιδιοτελή αγάπη 

Σάββατο 8 Μαΐου 2010

Η ευωδία του σώματος σου 
εισέβαλε στην αύρα μου, 
γέμισε ο αέρας με την παρουσία σου. 

Η ζεστή σου ανάσα 
χάιδευε το δέρμα μου 
και άναβε φωτιές στην αθώα ψυχή μου. 

Τα χέρια μας πλέχτηκαν, 
τα δάχτυλά σου εφάρμοσαν ανάμεσα στα δικά μου 
κι έμοιαζαν φτιαγμένα, απόλυτα να ταιριάζουν. 

Δυστυχώς όμως ξημέρωσε, 
και η μορφή σου χάθηκε απ' το πλάι μου. 
Έφυγες και άφησες στη μνήμη μου ένα όνειρο 
όνειρο που ξεθωριάζει, 
στο πρώτο φως του ηλίου, την αυγή. 

Μα έχω ανάγκη να αναπνέω τον αέρα σου 
Έχω ανάγκη να σε νιώθω στο κορμί μου 
Να νιώσει το σώμα μου τα χάδια σου 
Να ενωθεί η πνοή σου με τη δική μου. 

Προτιμώ λοιπόν να ζήσω μέσα στο όνειρο. 
Όπου θα 'σαι παντοτινά μαζί μου. 

Πέμπτη 6 Μαΐου 2010

Ζώντας άλλη μία μέρα



Τι κι αν κουράστηκα να αναπνέω. 
Το στόμα μου ανοίγουν και σπρώχνουν τον αέρα, 
για να φτάσει στα πνευμόνια μου. 


Τι κι αν δεν αντέχω πια να βλέπω. 
Τα μάτια μου κρατούν ορθάνοιχτα, 
βάζοντας μέσα τους ό,τι ποτέ δεν πόθησα να δω. 


Τι κι αν σταμάτησα να περπατώ. 
Σαν αντικείμενο με τοποθέτησαν, 
σε δρόμους που μόνοι του κινούνται. 


Τι κι αν βαρέθηκα να ακούω, 
ανούσιες σκέψεις, κενές λέξεις, αδιάφορα λόγια. 
Στα αυτιά μου τα έριξαν, 
να ακούγονται συνέχεια και ασταμάτητα. 


Τι κι αν κλείστηκα στον εαυτό μου. 
Βρήκαν όλοι πόρτα και τρύπωσαν, 
έσκαψαν την καρδιά μου σαν τα ποντίκια το τυρί, 
σαν το σαράκι το παλιό ξύλο. 


Τι κι αν θέλησα να σταματήσω να ζω, 
όλα τούτα με έκαναν 
να ζήσω άλλη μία μέρα...

Κυριακή 2 Μαΐου 2010

"Η αγάπη πονάει..."


Είχα ακούσει να λένε ότι η αγάπη πονάει. 
Δεν περίμενα ποτέ όμως πως θα ένιωθα έτσι. 
Την καρδιά μου την ίδια να πονά. 
Τα δάκρυα κυλούσαν απ τα μάτια μου χωρίς να τα ελέγχω, 
σταματούσαν, ξανάρχιζαν... 
Στο τέλος ένιωθα τα μάτια μου να καίνε 
και το κεφάλι μου να πάει να σπάσει από τον πονοκέφαλο. 

"θα αυτοκτονήσω, δεν με νοιάζει πια 
που δεν θα παω στον παράδεισο, 
ούτως ή άλλως νιώθω πως ήδη ζω στην κόλαση..." 

παραλογιζομουν και υπερέβαλα, το ξέρω, 
αλλά αυτά σκεφτόμουν. 
Έμεινα ξάγρυπνη πρώτη φορά για τέτοιο λόγο 
και ένιωθα χαμένη, ανάξια, δυστυχισμένη. 
Με έσκισαν μερικά λόγια 
σαν να ήταν η καρδιά μου φτιαγμένη από χαρτί παλαιοκαιρισμένο... 
Τα κλάματα, βουβά πάντα, δεν σταματούν... 
Μόνο οι σταγόνες ακούγονται που πέφτουν στο μαξιλάρι 
κάνοντας πριν μια διαδρομή στο μάγουλο μου. 
Η αγάπη πονάει λένε. Δεν φανταζόμουν πόσο. 
Ένιωθα να με χτυπάνε με μανία επάνω της 
κι εκείνη ανήμπορη να βουλιάζει μέσα μου,να βουλιάζει... 
να απομακρίνεται να μην την δει κάνεις να σπάει 
για δεύτερη φορά και ευχόμουν μυστικα να σταματήσει... 

Νόμιζα πως είμαι ευτυχισμένη και εχω ξεσπάσματα θλίψης... 
Μάλλον το αντίθετο συμβαίνει, 
είμαι δυστυχισμένη με αναλαμπές χαράς 
και δεν μπορεί κάνεις να βοηθήσει.