Η ζέστη αφόρητη στο μικρό χωριό και ακόμη το καλοκαίρι δεν έχει μπει. Η πλατεία όμως είναι γεμάτη παιδιά που τελειώνοντας το σχολείο δεν χάνουν χρόνο για να ξεκινήσουν το παιχνίδι. Παραπονιούνται για τη ζέστη.
"Ας έβρεχε λιγάκι να δροσιζόμασταν!" είπε μια κοπέλα. Ακούγοντάς την πιάστηκαν όλοι χέρι χέρι, σχημάτισαν έναν κύκλο και άρχισαν να χοροπηδούν και να τραγουδούν:
"Πιρπιρίτσα περπατεί,
το θεό παρακαλεί.
-Θεέ μου, βρέξε μια βροχή,
μια βροχή βασιλική!
να βγουν τα στάρια, τα κριθάρια.
Και ο γεωργός με το τσαπί,
κάνει αυλάκια να διαβεί."
Τελειώνοντας το 7στιχο έπεσαν όλα καταγής και ξέσπασαν σε γέλια και φωνές. Ξάφνου εμφανίστηκε στο δρόμο κοντά τους μία μικρή σαύρα, ντυμένη με το μαύρο της νύχτας, το χρυσό της αυγής και το λευκό μιας κενής σελίδας. Τα χρώματα της Πιρπιρίτσας άστραφταν στο φως των λιγοστών πλέον ηλιαχτίδων που έβρισκαν διέξοδο σκίζοντας τα σύννεφα που τώρα κάλυπταν τον ουρανό. Εκείνη περπατούσε αργά με τα μικρά της ποδαράκια, σχεδόν σερνόταν διασχίζοντας το δρόμο.
Τα παιδιά την ακολούθησαν με το βλέμμα τους μαγεμένα θαυμάζοντας τη μέχρι που βγήκε από την άσφαλτο και μπήκε στο μονοπάτι για το δάσος. Έμειναν λοιπόν εκείνα και κοιτούσαν το κενό, ώσπου χοντρές σταγόνες άρχισαν να δροσίζουν τα μέτωπα τους. Σταγόνες που γρήγορα έγιναν βροχή και ανάγκασε τα παιδιά να τρέξουν για τα σπίτια τους ή το κοντινότερο καταφύγιο.
Οταν ύστερα από δύο ώρες η βροχή σταμάτησε, ένα κεφαλάκι εμφανίστηκε πίσω από το τζαμί ενός σπιτιού. Τα ματάκια του δεν άργησαν να καρφωθούν σε ένα συγκεκριμένο σημείο του δάσους και χαμογέλασε όταν είδε την Πιρπιρίτσα, με τα χρώματά της να ακτινοβολούν απ' τις σταγόνες της βροχής.
"Ας έβρεχε λιγάκι να δροσιζόμασταν!" είπε μια κοπέλα. Ακούγοντάς την πιάστηκαν όλοι χέρι χέρι, σχημάτισαν έναν κύκλο και άρχισαν να χοροπηδούν και να τραγουδούν:
"Πιρπιρίτσα περπατεί,
το θεό παρακαλεί.
-Θεέ μου, βρέξε μια βροχή,
μια βροχή βασιλική!
να βγουν τα στάρια, τα κριθάρια.
Και ο γεωργός με το τσαπί,
κάνει αυλάκια να διαβεί."
Τελειώνοντας το 7στιχο έπεσαν όλα καταγής και ξέσπασαν σε γέλια και φωνές. Ξάφνου εμφανίστηκε στο δρόμο κοντά τους μία μικρή σαύρα, ντυμένη με το μαύρο της νύχτας, το χρυσό της αυγής και το λευκό μιας κενής σελίδας. Τα χρώματα της Πιρπιρίτσας άστραφταν στο φως των λιγοστών πλέον ηλιαχτίδων που έβρισκαν διέξοδο σκίζοντας τα σύννεφα που τώρα κάλυπταν τον ουρανό. Εκείνη περπατούσε αργά με τα μικρά της ποδαράκια, σχεδόν σερνόταν διασχίζοντας το δρόμο.
Τα παιδιά την ακολούθησαν με το βλέμμα τους μαγεμένα θαυμάζοντας τη μέχρι που βγήκε από την άσφαλτο και μπήκε στο μονοπάτι για το δάσος. Έμειναν λοιπόν εκείνα και κοιτούσαν το κενό, ώσπου χοντρές σταγόνες άρχισαν να δροσίζουν τα μέτωπα τους. Σταγόνες που γρήγορα έγιναν βροχή και ανάγκασε τα παιδιά να τρέξουν για τα σπίτια τους ή το κοντινότερο καταφύγιο.
Οταν ύστερα από δύο ώρες η βροχή σταμάτησε, ένα κεφαλάκι εμφανίστηκε πίσω από το τζαμί ενός σπιτιού. Τα ματάκια του δεν άργησαν να καρφωθούν σε ένα συγκεκριμένο σημείο του δάσους και χαμογέλασε όταν είδε την Πιρπιρίτσα, με τα χρώματά της να ακτινοβολούν απ' τις σταγόνες της βροχής.